ανελκτήρ

ανελκτήρ
(-ήρος) ο подъёмник; подъёмный механизм, кран

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανελκτήρ" в других словарях:

  • ανελκτήρας — ο ( ήρ, ήρος) 1. όργανο που χρησιμεύει στήν ανύψωση αντικειμένων, ανυψωτήρας, βαρούλκο 2. (Ανατ.) μυς που έλκει προς τα πάνω κάποιο όργανο του σώματος, π.χ. μυς ανελκτήρας του επάνω χείλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλκω «έλκω επάνω, ανυψώνω». Η λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»